- σμυριδεργάτης
- ο тот, кто добывает наждак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμυριδεργάτης — ο, Ν εργάτης που εξορύσσει σμύριδα, σμυριδωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + εργάτης] … Dictionary of Greek
σμυριδεργάτης — ο αυτός που εξορύσσει σμύρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμυριγλάς — και σμιριγλάς, ο, Ν ο σμυριδεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυρίγλι / σμιρίγλι + κατάλ. άς (πρβλ. σιδερ άς)] … Dictionary of Greek
σμυριγλάς — ο σμυριδεργάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)